Για τη διάχυση των μεταναστευτικών αγώνων

Από το καλοκαίρι του 2016, αναρχικοί/ές σύντροφοι και συντρόφισσες, που κατά βάση κινούμασταν σε εγχειρήματα στέγασης και συνελεύσεις για το μεταναστευτικό, αποφασίσαμε να συγκροτήσουμε μία ανοιχτή συνέλευση για τη διάχυση των μεταναστευτικών αγώνων, βρίσκοντας αναγκαία την εμβάθυνση και την περαιτέρω πολιτικοποίηση των αγώνων αυτών και στοχεύοντας σε μια, επί της ουσίας, σχέση με τους μετανάστες/ριες, στους οποίους και στεκόμαστε αλληλέγγυοι.

Η παρούσα μεταναστευτική «κρίση» θα φάνταζε ακατανόητη αν δε γίνει η προσπάθεια να συνδεθεί με την ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος και του κράτους-έθνους. Η αντιμετώπιση των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ως ζήτημα προς διαχείριση, αποτελεί παραδοσιακά αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συμπλέγματος. Οι μεταναστευτικές ροές, όχι μόνο γεννώνται από αυτό με ποικίλους τρόπους (εμπόλεμες συνθήκες, οικονομική εξαθλίωση, πολιτικές-θρησκευτικές-φυλετικές εντάσεις), αλλά χρησιμοποιούνται και για τη διαιώνιση των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας. Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη του κράτους-έθνους, η δημιουργία συνόρων και κατ’ επέκταση το μεταναστευτικό φαινόμενο δημιουργούν ένα ελεγχόμενο, φθηνό εργατικό δυναμικό, χρήσιμο στο πλαίσιο της μισθωτής σκλαβιάς, καθώς υπάρχουν πάντα κάποιοι και κάποιες που δουλεύουν σε ακόμα χειρότερες συνθήκες, συνήθως σε συνθήκες παρανομοποίησης. Παράλληλα, γεννούν την ευκαιρία για πειραματισμό πάνω σε κοινωνικές ομάδες, μέσω καινούριων τρόπων καταστολής και διαχείρισης, το οποίο είναι πολύ πιο εύκολα αποδεκτό, νομικά και κοινωνικά. Συγχρόνως, όσα εργατικά χέρια κρίνεται από το υπάρχον σύστημα, ότι δεν το συμφέρει να αφομοιωθούν, χρησιμοποιούνται ως φόβητρο-αντιπαράδειγμα προς συμμόρφωση των εν δυνάμει αντιφρονούντων. Έτσι, σε ιδεολογικό επίπεδο, αναπαράγεται η έννοια της εθνικής ενότητας μέσω της ρατσιστικής ρητορικής, η οποία κατευθύνει την οργή που προκύπτει από την εκμετάλλευση και την καταπίεση προς εσωτερικούς ή εξωτερικούς «εχθρούς», καθώς και αυτή του πολίτη, ως υποκειμένου με δικαιώματα, στην οποία βασίζεται η ψευδαίσθηση της ελευθερίας μέσα στην αστική δημοκρατία.

Όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται στο σήμερα, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο. Οι αποικιακές σχέσεις μπαίνουν σε ένα νέο κύκλο καταστροφής και εξαθλίωσης, πλέον όμως, σε ένα πλαίσιο επίσημης ανεξαρτησίας των χωρών, εξωθώντας και αναγκάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων να φύγουν από τον τόπο τους, προς αναζήτηση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης στις δυτικές χώρες, όπου έρχονται αντιμέτωποι με την εκάστοτε αντιμεταναστευτική διαχείριση και, ενδεχομένως, αν σταθούν «τυχεροί», απορροφώνται ως φθηνά εργατικά χέρια. Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα όλων αυτών αποτελούν τα ρατσιστικά, αντιμεταναστευτικά διατάγματα της κυβέρνησης Τράμπ στην αμερική, η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης από το νησί Mανούς της αυστραλίας μέχρι την τουρκία και την κένυα, οι χρηματοδοτούμενες λιβυκές συμμορίες από την ΕΕ και η απαγόρευση διασωστικών σκαφών από το ιταλικό λιμενικό στη Μεσόγειο, καθώς και οι ηλεκτροφόροι φράχτες, που υψώνονται στην καρδιά της Ευρώπης της «δημοκρατίας και των λαών». Ο εξαετής πόλεμος που μαίνεται στο συριακό χώρο – ο οποίος όχι μόνο υποδαυλίστηκε, αλλά και συντηρείται από τις δυνάμεις της δύσης, αναπόσπαστο κομμάτι των οποίων αποτελεί η Ευρώπη – έχει δημιουργήσει τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση στην ευρωπαϊκή ιστορία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρ’ όλη την προσπάθεια να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση του ανθρωπισμού και της «αλληλεγγύης», τα κλειστά σύνορα, η συμφωνία ΕΕ-τουρκίας, οι καθημερινοί πνιγμοί στη Μεσόγειο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι απελάσεις αποδεικνύουν το πραγματικό πρόσωπο της «Ευρώπης-φρούριο». Είναι οφθαλμοφανές, ότι ο εν λόγω ανθρωπισμός εξαντλείται, είτε τη στιγμή που πλέον έχει απορροφηθεί το απαραίτητο εργατικό δυναμικό, όπως στην περίπτωση της γερμανίας, είτε όταν στερείται πλέον επικοινωνιακής χρησιμότητας.

Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, δεν είναι η πρώτη φορά που καλείται να διαχειριστεί κάποιο μεταναστευτικό υποκείμενο. Βασική διαφορά, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτελεί η λεγόμενη οικονομική κρίση. Όσο συνέφερε το ελληνικό κράτος να αφομοιωθούν φθηνά εργατικά χέρια, (όπως π.χ. με τους μετανάστες/ριες από τον αλβανικό χώρο τη δεκαετία του ΄90, καθώς και από ασιατικές χώρες στη συνέχεια) ήταν παραπάνω από πρόθυμο να κάνει τα στραβά μάτια – υπό τη μόνιμη απειλή φυσικά της απέλασης και του εγκλεισμού- ενώ, από την αρχή της οικονομικής κρίσης, παρατηρείται σημαντική μεταστροφή στη μεταναστευτική του πολιτική. Μετά την όξυνση της ρητορικής που στοχοποιούσε το μεταναστευτικό υποκείμενο, αν όχι ως την αιτία, σίγουρα ως μία σοβαρή απειλή σε μία χώρα που μαστίζεται από την ανεργία, σε συμμόρφωση των ευρωπαϊκών επιταγών, ξεκίνησε μία σειρά από κατασταλτικές ενέργειες, όπως η επιχείρηση-σκούπα Ξένιος Ζευς στο κέντρο των πόλεων, η παγίωση της διοικητικής κράτησης, ο πολλαπλασιασμός των στρατοπέδων συγκέντρωσης κ.α. Την τελευταία διετία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά την προσπάθεια υιοθέτησης ενός «αριστερού-ανθρωπιστικού» προσωπείου, επαναλαμβάνει τη σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική, διατηρώντας άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα camps, εκκενώνοντας αυτοοργανωμένες δομές στέγασης, συνεχίζοντας τη λειτουργία των κέντρων κράτησης και ανοίγοντας νέα, απομονώνοντας, ως επί το πλείστον, τους μετανάστες-ριες εκτός αστικού ιστού, καθιστώντας τη διαδικασία ασύλου μεθοδευμένα ανύπαρκτη, καθώς και εφαρμόζοντας τη συμφωνία ΕΕ-τουρκίας με διαρκείς απελάσεις, σε απόλυτη σύμπλευση με το γενικότερο ευρωπαϊκό, αντιμεταναστευτικό δόγμα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι οποίες μοιάζουν να οξύνονται και να παγιώνονται περαιτέρω μέρα με τη μέρα, το ανταγωνιστικό κίνημα καλείται να δώσει απαντήσεις. Επιθυμώντας λοιπόν, το σώμα αυτής της συνέλευσης να αποτελεί μέρος αυτού, και όχι μια υπηρεσία/δομή παροχής υπηρεσιών, ορθώνεται μπροστά μας η πολιτική πρόκληση του συγκερασμού αυτών των χαρακτηριστικών. Πιστεύουμε επομένως, πως έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά κατά την παρούσα χρονική συγκυρία, η αλληλεγγύη προς τους μετανάστες/ριες να πηγάζει από τα κάτω και να μην εξαντλείται μόνο στην κάλυψη βασικών αναγκών. Θεωρούμε αυτονόητο, πως η άμεση αλληλεγγύη είναι απαραίτητη, στοχεύουμε όμως παράλληλα να θέσουμε τις βάσεις για περαιτέρω ζύμωση πάνω στα κοινά μας πολιτικά ζητήματα. Έτσι, γίνεται ξεκάθαρη η διαφορά μεταξύ αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, καθώς η μεν στοχεύει στην καταστροφή των σχέσεων εξουσίας, ενώ η δε τις αναπαράγει, μέσω των σχέσεων εξάρτησης που αναγκαστικά δημιουργούνται, αντί να προωθεί την άμεση εμπλοκή των μεταναστών/ριών στην πολιτική και πρακτική διαδικασία της αλληλεγγύης.

Επίσης θεωρούμε, ότι ο πολιτικός μας λόγος και η δράση μας στερούνται νοήματος, αν δεν καταφέρνουν να στηρίζουν και να παρεμβαίνουν σε κοινωνικούς αγώνες, δηλαδή αγώνες, οι οποίοι ξεκινάνε ως αντίδραση σε κάποια συγκεκριμένη καταπίεση από ένα κοινό πρόβλημα, και όχι απαραίτητα από μια συμπαγή πολιτική θέση. Βεβαίως, αγώνες με αποκλειστική αφετηρία την αντίδραση στις εκάστοτε συνθήκες, πολλές φορές παραμένουν μερικοί και εν τέλει αφομοιώνονται. Από την άλλη, μια θεωρητική αλληλεγγύη «από μακριά» τείνει να θυσιάζει, στο βωμό της πολιτικής καθαρότητας, την περαιτέρω εμπλοκή με τους ίδιους τους ανθρώπους, που βιώνουν τις συνέπειες της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Στην προσπάθεια αποφυγής μιας στείρας, αυτοαναφορικής αναπαραγωγής των δικών μας αντιλήψεων, επιλέγουμε να εμπλακούμε με αυτούς και αυτές, που βιώνουν στο έπακρον την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Έτσι, το ζήτημα που αναδύεται είναι να γεφυρώσουμε την κοινωνική συνθήκη και την πολιτική θέση, αφενός χτίζοντας σχέσεις, αφετέρου παρεμβαίνοντας στους αγώνες σε μια λογική συνδιαμόρφωσης· ούτε καπελώματος, ούτε συμβιβασμού.

Αντιλαμβανόμαστε, ότι το να θεωρούμε τους μετανάστες/ριες ως ένα ενιαίο σύνολο είναι από ανεδαφικό έως επικίνδυνο. Οι ίδιοι δεν έχουν μια ενιαία στάση και προσέγγιση πάνω στο πώς αντιλαμβάνονται τη συνθήκη της μετανάστευσης, πολλώ δε μάλλον τα πιθανά εργαλεία της πάλης τους. Το να τους μυθοποιούμε λοιπόν, είτε ως το «επαναστατικό υποκείμενο», είτε να τους θεωρούμε εξαρχής, ως εθνικιστές, θρησκόληπτους ή σεξιστές είναι εξίσου ανεδαφικό. Η δική μας πρωτοβουλία συνεπώς, βασίζεται στην αντίληψη, ότι πολεμώντας στο σύνολό του το σύμπλεγμα εξουσιών, το οποίο ευθύνεται για τη συνθήκη που βιώνουν οι μετανάστες/ριες, μπορούν να βρεθούν κοινοί τόποι. Έχουμε βεβαίως συνείδηση και θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινιστεί, ότι δε μιλάμε από την ίδια θέση. Οι διαφορές των συνθηκών ζωής, από το βασικότατο ζήτημα των χαρτιών ή τις συνθήκες διαβίωσης, έως τα διαφορετικά βιώματα δε σβήνονται απλά, αλλά καλούμαστε να τα διαχειριστούμε συνειδητά, ώστε να μπορέσουμε να ορθώσουμε μαζί αναχώματα απέναντι στη καταπίεση που βιώνουμε.

Υπάρχουν βέβαια και διαφορές, που αποτελούν κοινωνικά κατασκευάσματα, οι οποίες, υπό το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε», δημιουργούνται, αναπαράγονται και χρησιμοποιούνται από την εκάστοτε εξουσία. Είναι οι διαχωρισμοί περί φυλής, εθνικότητας, θρησκείας ή πολιτισμού, οι οποίοι είναι θεμελιώδεις στο καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος-έθνος, όπως αναφέραμε και πιο πάνω. Είναι ιδεολογίες γύρω από διαφορές, που θεωρούνται απόλυτες και έμφυτες, οπότε μη υπερβατές και οι οποίες σήμερα βασίζονται λιγότερο σε βιολογικά κριτήρια και περισσότερο σε πολιτιστικά. Έτσι, οι τοίχοι που ορθώνονται ανάμεσα στους ντόπιους/ες και τους μετανάστες/ριες δεν είναι μόνο αυτοί των στρατοπέδων αλλά είναι και κοινωνικοί. Αυτούς τους τοίχους οφείλουμε να τους γκρεμίσουμε, κατ’αρχάς μέσα μας, αλλά και σε όποιον έχουν φωλιάσει. Για να γίνει όμως αυτό οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε, στο μέτρο που αυτό καθίσταται δυνατό, το επιμέρους χάσμα ή τις συγκλίσεις που υπάρχουν. Χάσμα πιθανώς πιο έντονο σε σχέση με αυτό που συναντάμε, καθώς παρεμβαίνουμε στην τοπική κοινωνία, αλλά πιθανώς αντίστοιχα έντονη σύγκλιση σε άλλους τομείς, καθώς η καταπίεση που υφίστανται είναι σαφώς πιο έντονη.

Ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει πολλές φορές, όσον άφορα την προσπάθεια χτισίματος σχέσεων με ανθρώπους, που έχουν μεταναστεύσει στον ελλαδικό χώρο είναι ο σεξισμός. Ο λόγος που γίνεται ειδική μνεία είναι γιατί αποτελεί ένα σημείο εξαιρετικά λεπτό, το οποίο λόγω της φύσης του, συνήθως διαφαίνεται πιο σύντομα από άλλα ζητήματα (εθνικά ή θρησκευτικά λ.χ.). Λεπτό, διότι οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας, ότι πλέον τα γυναικεία «δικαιώματα» αποτελούν ένα από τα κυρίαρχα επιχειρήματα στο ρατσιστικό λόγο. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να μην αναπαράγεται μια διαφοροποίηση, κατά την οποία οι μετανάστες/ριες είναι σεξιστές και οι έλληνες δεν είναι. Ένας τέτοιος λόγος, όχι μόνο δίνει τροφή σε ρατσιστικές ιδεολογίες, αλλά κρύβει και την υπάρχουσα έμφυλη καταπίεση στην ελλάδα, η καταπολέμηση της οποίας αποτελεί, ούτως ή άλλως, βάση της δικής μας πολιτικής αντίληψης και δράσης. Φυσικά, αναγνωρίζουμε τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ των συνθηκών ζωής των γυναικών στην ελλάδα και τον αραβικό κόσμο, για παράδειγμα. Γυναικείοι αγώνες βέβαια, έχουν δοθεί παγκοσμίως και ο βαθμός αφομοίωσής τους παραμένει ακόμα ένα ανοιχτό ζήτημα. Στην προσέγγισή μας προτείνουμε να έχουμε υπόψη μας την πολυπλοκότητα των συνθηκών, στις οποίες αλληλοεμπλέκονται ταξικοί, έμφυλοι, ρατσιστικοί και άλλοι διαχωρισμοί. Έτσι, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με σεξιστική καταπίεση ή αποκλεισμό, για παράδειγμα με τη σχεδόν αποκλειστική παρουσία ανδρών σε πράγματα τα οποία έχουν μια πιο εξωστρεφή αγωνιστική φύση, θα προσπαθήσουμε να θέσουμε το ζήτημα, όχι ως «ιεραπόστολοι» και πάντα ανάλογα με την βαρύτητα του συμβάντος.

Γενικότερα, οι κοινωνικές διαφορές κάθε είδους (πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές), καθώς και ζητήματα, ασύμβατα με τις δικιές μας αναρχικές θέσεις, όπως η πίστη και η εθνική ταυτότητα, (τα οποία μπορεί να αποτελέσουν για πάρα πολλούς/ές καθοριστικό στοιχείο, όχι μόνο αυτοπροσδιορισμού, αλλά και συνεκτικότητας με άλλους), αποτελούν χαρακτηριστικά που απαντώνται στην ευρύτερη κοινωνία και όχι στους μετανάστες/ριες κατ’ αποκλειστικότητα. Ωστόσο, προβλήματα όπως η κατανοητή καχυποψία, λόγω της συνεχούς κοροϊδίας από ένα σωρό «σωτήρες» (ΕΕ, κυβέρνηση, ΜΚΟ, κ.α.), της κόπωσης, των τραυματικών εμπειριών, καθώς και το γλωσσικό τείχος, που υψώνεται ανάμεσά μας, καθιστούν τη συνδιαμόρφωση κοινών αγώνων περισσότερο απαιτητική.

Σαφέστατα όμως, παρά την ποικιλότητα των ταυτοτήτων κάτω από τις οποίες διεξάγεται, ο ριζοσπαστικός αγώνας είναι παγκόσμιος – και δεν αποτελεί ειδικότητα της δύσης. Κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες έχουν δωθεί και δίνονται ανά τα χρόνια, όπου υπάρχει καταπίεση. Παράλληλα, είναι πολλά και τα παραδείγματα των αγώνων των μεταναστών/ριών στον ελλαδικό χώρο, που προκύπτουν λόγω της αντιμεταναστευτικής πολιτικής. Οι φωτιές στην Αμυγδαλέζα και τη Μόρια, οι απεργίες πείνας, όπως της Υπατίας, η αντίσταση στις απελάσεις, όπως στις περιπτώσεις του Mohammed A. και της Sanaa Taleb, η συγκρουσιακή διάθεση στα σύνορα, όπως στην Ειδομένη και το Καλαί, οι αγώνες στο Ελληνικό και την Πέτρου Ράλλη, οι εργατικοί αγώνες στη Μανωλάδα και το Ροζάριο της ιταλίας είναι μόνο κάποια από αυτά. Όλα τα παραπάνω έχουν για εμάς ιδιαίτερη σημασία. Δείχνουν, πως πέρα από τη διάδοση της δικής μας πολιτικής θεωρίας και πράξης, μπορούμε μέσα από μια συμμετοχική διαδικασία να πάρουμε πολλά από αυτούς/ες, τους οποίους/ες ο κρατικός και κοινωνικός ρατσισμός επιδιώκει να παρουσιάσει ως κοινωνική απειλή.

Η εύρεση σημείων σύγκλισης δεν καθίσταται, λοιπόν, απροσπέλαστη. Είναι προφανές, ότι όπως εξηγήθηκε παραπάνω, πολλοί/ες από τους μετανάστες/ριες δε λειτουργούν εντός του δικού μας πλαισίου. Στο βαθμό όμως, που δεν επιδιώκεται η επαφή, χάνουμε το πεδίο συνεννόησης και συνύπαρξής μας, καθώς και ευκαιρίες χτισίματος κοινών, αγωνιστικών μετώπων. Εξάλλου, το χτίσιμο τέτοιων πολιτικών σχέσεων, δε μπορεί να οικοδομηθεί εκ των προτέρων, με βάση μια κοινή και συμπαγή πολιτική ταυτότητα των ντόπιων και των μεταναστών, αλλά με γνώμονα την εναντίωση όλων μας, σε μια σειρά αποκλεισμών, που παράγει η υπάρχουσα εξουσία. Όλα αυτά σημαίνουν, ότι η συλλογική, πολιτική μας συγκρότηση καλείται να αρχίσει, από μια μικρότερη βάση συμφωνιών και να προχωρήσει με περισσότερο κόπο σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά, για εμάς, όλα τα παραπάνω είναι πολύ λιγότερο ατυχείς, συγκυριακές δυσκολίες και πολύ περισσότερο μια δημιουργική ευκαιρία ανάπτυξης του πολύμορφου, ανταγωνιστικού κινήματος. Το να πολιτικοποιηθούμε (και) μαζί με τους μετανάστες/ριες και όχι να τους πολιτικοποιήσουμε, ως κάποιου είδους ριζοσπαστικοί διαφωτιστές είναι μια διαδικασία, στην οποία βλέπουμε την προοπτική του αμοιβαίου εμπλουτισμού των πολιτικών μας περιεχομένων. Γνωρίζουμε καλά, πως όπου υπάρχει καταπίεση είναι αναγκαίο να υπάρχει και αντιεξουσιαστική πρακτική. Υπό αυτό το πρίσμα, η σύμπλευσή μας, με όσες δυσκολίες συνεπάγεται, φαντάζει αναπόφευκτη και σίγουρα, απ’ την πλευρά μας, καλοδεχούμενη..

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΙΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ.

ΚΟΙΝΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΖΩΗ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

συνέλευση για τη διάχυση των μεταναστευτικών αγώνων

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2017